ομοιοπτερος

ομοιοπτερος
    ὁμοιόπτερος
    ὁμοιό-πτερος
    2
    имеющий сходное оперение
    

(ὄρνιθες Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ομοιοπτερος" в других словарях:

  • ομοιόπτερος — ὁμοιόπτερος, ον (Α) (για πτηνά) αυτός που έχει όμοιο πτέρωμα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. μονό πτερος] …   Dictionary of Greek

  • ὁμοιόπτερα — ὁμοιόπτερος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιόπτεροι — ὁμοιόπτερος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»